Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Τρία χρόνια μετά



Ξέρεις τι; Δεν ήθελα κάτι άλλο πέρα από κάποιον να με καταλαβαίνει και να μπορεί να με αγαπήσει παρά τις ατέλειες μου. Ξέρω πως είμαι εγωκεντρική, πως γίνομαι γκρινιάρα. Πως πολλές φορές ζητάω παραπάνω από ότι αντέχεις ή θέλεις να δώσεις. Ξέρω πως πολλές φορές γίνομαι ζηλιάρα, με ενοχλεί που υπάρχουν άλλες γυναίκες στη ζωή σου που δε σε ενοχλεί να βλέπεις μηνύματα τους μα μαζί μου φωνάζεις που σε παίρνω τηλέφωνα όταν δε μπορείς να μιλήσεις κι ας μην το ξέρω ότι είσαι σε δύσκολη στιγμή.

 

Με ενοχλεί που πια δε σηκώνεις το τηλέφωνο κατευθείαν, που δεν ακούω πια «έλα τι έγινε; Όλα καλά;» μα πρώτα ακούω «τι έπαθες πάλι; Γιατί με παίρνεις τόσα τηλέφωνα;»

 

Ξέρεις νιώθω και εγώ φορές ότι δεν μετράω και τόσο όσο θα ήθελα. Όχι ότι δεν περνάει η μπογιά μου. Αλλά ότι δεν είμαι αρκετή για αυτόν που θα ήθελα να είμαι αρκετή. Και θέλω ναι το τέλειο, το υπέροχο. Θέλω αυτό που μου υποσχέθηκες αυτό που μου φώναζες στα πάρτι ξανά και ξανά. Δε ζήτησα κάτι παραπάνω από αυτό που μου είπες ότι είσαι διατεθειμένος να προσφέρεις.

 

Γυρνώ που λες έπειτα από τρία χρόνια στο ίδιο σημείο, σε εκείνο το Blog που ξεκίνησα με την πεποίθηση ότι θα γίνω μεγάλη και τρανή, ότι θα συντηρώ τα σχέδια μου από το πρώτο μου όνειρο. Γυρνώ στο ίδιο σημείο, θα ήθελα πολύ να πω πως είμαι η ίδια που ήμουν τότε μα όσο περνάνε τα χρόνια χειρότερη νιώθω. Ας προσπαθώ καθημερινά να με φτιάξω, να με διορθώσω, να με κάνω ίδια και όμοια με όλες εκείνες τις κοινές που είχες μάθει να γεμίζεις τα κενά σου.

 

Γυρνώ ξανά στις ίδιες ανασφάλειες, στις ίδιες ζήλιες και πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται όλη του τη ζωή αν είμαι αρκετή. Αν φτάνω στους ανθρώπους που έχω δίπλα μου, αν είμαι υπερβολική για αυτούς ή μήπως είμαι λίγη να με φουσκώσω να με τραβήξω να με μεγαλώσω να ταιριάζω στα καλούπια τους. Να δώσω και εκείνο, να δώσω και το άλλο, να πάρω το βάρος από τους ώμους τους να τρέξω να προλάβω τις στιγμές τους να τις ζήσω μαζί τους ενώ εκείνοι θα έπρεπε να με περιμένουν.

 

Έφτασα 25 και νιώθω κενή και κοινή. Που είναι αυτό το ιδιαίτερο πλάσμα που ούρλιαζε στους κυνικούς πως ο έρωτας σου δίνει ανάσα; Με περιόρισαν στα καλούπια τους κι αυτοί και δε ξέρω πια, ποια είμαι. Κατηγορώ τους άλλους πως δεν κρατούν τις υποσχέσεις που μου δίνουν μα δεν κράτησαν την μεγαλύτερη υπόσχεση που έδωσα εγώ στον εαυτό μου: μου είχα πει δε θα είμαι πια ο χαμαιλέοντας κανενός. Πως θα ανήκω σε εμένα και οι επιλογές μου θα είναι μονάχα βασισμένες σε αυτό που αναζητώ εγώ από τη ζωή μου. Όποιος δε θα μπορούσε να ακολουθήσει το πλάνο μου, θα έφευγε από αυτή.

 

Έφτασα που λες 25 και κάθε χρόνος μέσα χωράει μια δεκαετία και ακούω ανόητους να μου λένε γελώντας «Τι να ξέρεις εσύ; Είσαι μικρή ακόμα. Έχεις μπροστά σου.» Έχω μπροστά μου ναι, έχω και άλλα τόσα από πίσω να με τραβούν απτά μαλλιά. Τι να ξέρουν εκείνοι; Είναι μικροί ακόμα. Έχουν μπροστά τους χρόνο να με μάθουν. Θα δουν κι εκείνοι αυτό που έχουν ανάγκη να δουν και ικανοποιημένοι θα βγουν απτή ζωή μου. Συνήθειο έγινε.

 

Οι μεγαλύτεροι μου έρωτες, τα πιο φριχτά μου ψέματα. Κι όλα τα είπα σε εμένα.  

 

Nevaeh


Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

Νηφάλιες αλήθειες.

Η μία λάθος επιλογή πίσω από την άλλη. Τελικά το να λες τι νιώθεις και τι θέλεις σε διαλύει περισσότερο από το να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό. Πόσο μάλλον όταν βιώνεις κάτι που σε χαροποιεί μετά από κάτι που σε κομμάτιασε ίσως ολοκληρωτικά.
Δεν είναι ότι ψάχνεις θαλπωρή ή αγάπη ή έρωτα σε όποιον άνθρωπο σου δώσει λίγη παραπάνω σημασία. Είναι ότι απλά προσπαθείς να ξεφύγεις από την ίδια λούπα και απλά πέφτεις σε άλλη μία, χειρότερη από την προηγούμενη.

Τα έχουμε ξαναπεί, ο κόσμος είναι κακός και με το που δει ένα αληθινό χαμόγελο τρέχει να το σκοτώσει ειδικά από τη στιγμή που τα πάντα μαθαίνονται. Γι αυτό σου λένε μη διαφημίζεις την ευτυχία σου. Μη τη φωνάζεις. Κι ας πνίγεται το παιδί μέσα σου, κι ας θέλει να ουρλιάξει από χαρά σα να πήρε μόλις το πιο ωραίο παιχνίδι.

Είναι απλό, βούλωσε το.

Τη νιώθεις τη χαρά, φουσκώνει στα σωθικά σου και σε καίει. Κλείνεις μάτια και χαζογελάς μοναχός σε ένα δωμάτιο που σιγά-σιγά μετατρέπεται στο χώρο σου. Κολάζ με τα πρόσωπα φίλων, στιχάκια και ποιήματα, ένα τραγούδι σε επανάληψη και δυο φωτογραφίες που σου καταστρέφουν κάθε νέα αρχή. Μετράς τα λεπτά, χτυπάς έναν υπολογιστή που μοιάζει με απομεινάρι τεχνολογίας και συγκρατείς δάκρυα κοιτάζοντας τη μάνα σου: « μπορείς να φύγεις λίγο; Θέλω να μείνω μόνη.»

Και δεν είναι η πρώτη φορά που το λες. Απόψε ήθελες να βγεις να περπατήσεις ελπίζοντας πως το δροσερό αεράκι θα συνεφέρει τον εγκέφαλο σου. Παρόλα αυτά κάθεσαι σε μια ξεφτισμένη, δερμάτινη καρέκλα ακούγοντας το ίδιο κομμάτι και προσπαθείς να βάλεις τις σκέψεις σου σε μια σειρά.

Τι σε ενοχλεί; Απάντησε μου. Τι από όλα σε ενοχλεί;

Που μια ολόκληρη ζωή πληρώνεις γνώμες άλλων; Που παλεύεις να τους αποδείξεις ότι κάτι αξίζεις μα κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα σου δείχνει το ακριβώς αντίθετο; Τι σε ενοχλεί; Που σε λίγους μήνες κλείνεις χρόνο λανθασμένων επιλογών; Που κάθε μήνας που περνάει είναι και μια καινούρια γκρίνια για κάτι που σε κατασπάραξε; Τι σε ενοχλεί; Που πίσω από την πλάτη σου οι περισσότεροι που συναντάς νέοι ή και παλιοί βλέπουν απλά ένα στόχο για τα μαχαίρια τους;

Τι σε ενοχλεί;

Φιλίες που πίστεψες πως θα κρατήσουν και ενώ ανοίχτηκες επέλεξαν να σε διαλύσουν;

Τι σε πειράζει;

Που τη στιγμή που πίστεψες ότι βρήκες κάτι καλό και άραξες με την κολλητή σου χαμογελώντας και μιλώντας για κάτι Χι και κάτι κόφτες πίτσας, το σύμπαν σε έδειχνε και έσκαγε στα γέλια; Που εκείνος άλλα έδειξε, άλλα ένιωσε, άλλα έκανε και εσύ έμεινες σε μια καρέκλα στις 11.30 το βράδυ γράφοντας για εκείνον με ένα παράπονο που δε θυμάσαι να έχεις ξανανιώσει; Τι σε πείραξε… το ψέμα; Το ότι δε νιώθει όπως εσύ; Το ότι δε θέλει ότι κι εσύ;

Εγώ θα σου πω τι σε ενοχλεί.

Σε ενοχλεί που μια ζωή ακολουθείς τα bad timing με τους κατάλληλους ανθρώπους. Σε ενοχλεί που είσαι παρορμητική μέχρι το κόκκαλο. Σε ενοχλεί που σκέφτεσαι πως σε ένα τέταρτο περνάει το τελευταίο λεωφορείο και εσύ απλά θέλεις να πας να τον βρεις και να τον βρίσεις κλαίγοντας. Όχι γιατί σε έσπασε, αλλά γιατί έφαγες τη μία σφαλιάρα πίσω από την άλλη και δε ξέρεις πια που να κρυφτείς.

Σε ενοχλεί που άφησες τον εαυτό σου ελεύθερο ελπίζοντας σε κάτι διαφορετικό και ας έμοιαζε εξ αρχής με όλα τα άλλα.

Τι ; ναι. Όλοι διαφορετικοί είμαστε, μα τόσο ίδιοι όταν φτάνουμε στο σημείο να θέλουμε ότι δε μπορούμε να κατακτήσουμε κι ας ανήκουμε ήδη σε αυτό.

Διάολε, μόνιμα μπαίνεις στην ίδια λούπα. Μόνιμα το ίδιο τραγούδι.

Είναι απλό πια… κει που έλεγες «20 δεύτερα θάρρους. Και κάτι καλό θα συμβεί.» Ή « τέλος πια το ποτό για να ανοιχτώ. Ότι έχω θα το λέω νηφάλια χωρίς να φοβάμαι.» Κει λοιπόν που έλεγες όλα τα παραπάνω και τα έκανες και πράξη πανάθεμα σε, έφτασες σε σημείο να πρέπει πάλι να γράψεις για να εκφραστείς κι ας μη πιάσει κανείς το πώς νιώθεις.

Κράτα απλά αυτό. Δεν κρατήθηκες από πάνω του για να μην πέσεις. Κρατήθηκες από πάνω του για να δει καλύτερα το ποια είσαι. 

Κι ας μην τον συγκίνησε η δική σου αλήθεια.

Nevaeh



Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Ανάρμοστη συμφωνία με ηθικές διαταραχές pt2

Μεσάνυχτα παρά κάτι λιγοστά. Μουσικές και ήχοι που πρώτη φορά ακούς μα δε σε νοιάζει. Έχεις κάτι να παίζει στο background απλά και μόνο για να ηρεμεί το μυαλό από όλα αυτά που ουρλιάζουν εκεί μέσα. Καθώς περνάει η ώρα, καρφώνεις τα νύχια στην ίδια πληγή και τραβάς. Μη ρωτάς για τον πόνο. Εθίζομαι σε οτιδήποτε με διαλύει και το κυνηγώ μανιασμένα, είτε σωματικά είτε ψυχολογικά. Βλέπεις όταν οι άλλοι τρυπούσαν το δέρμα τους για ομορφιά και προσπαθούσαν να κρύψουν το φόβο  πίσω από ένα χαμόγελο, εγώ κοιτούσα την αντανάκλαση μου στον καθρέφτη και προσπαθούσα να μη χαζογελάσω. 

Πάλι σκεφτόμουν πως αποζητώ ότι με πονά απλά για τη δόση της αδρεναλίνης που θα μου παρέχει. Γι αυτά τα λιγοστά δεύτερα που θα με εξιτάρει η αίσθηση του ότι αντέχω.

Μια ζωή ολόκληρη και εγώ να προσπαθώ να αποδείξω πως αντέχω.

Απόψε όμως θα σου αποδείξω πως όσο κι αν σου γράψω το ποια είμαι, δε θα με μάθεις αρκετά για να με καταλάβεις. Γι αυτό όταν σου λέω «Νιώθεις;» περιμένω να ακούσω «ναι» κι ας ξέρω πως δε νιώθεις εμένα, μου φτάνει που νιώθεις γενικά.
Εσύ είσαι λίγο διαφορετικός, μα δε θέλω να απλωθείς απόψε επάνω μου. Θέλω να καθίσεις στην άκρη και να κοιτάς το πάτωμα. Εκεί βλέπεις με έφτασες. Εκεί επέλεξα 
να σε αφήσω να με φτάσεις.

Βγάλε τα παπούτσια σου, πιάσε ένα ποτό και αυτή τη φορά προσπάθησε να νιώσεις εμένα.

Είπα πως φέτος θα είναι η χρονιά των «θέλω» και όχι των «πρέπει», μα μάντεψε ποιος απέτυχε για ακόμη μια φορά; Βλέπεις κάτι τέτοια λάθη μου είναι αυτά που με κάνουν να πιστεύω συνεχώς πως ποτέ δε θα είμαι αρκετή. Ούτε για σένα, ούτε για την οικογένεια μου, ούτε για τη δουλειά μου, ούτε για τους φίλους μου.

Εσύ θαρρείς πως έχω το ψέμα στην άκρη της γλώσσας μα στην άκρη της υπάρχουν μόνο λέξεις που φοβήθηκα να αφήσω ελεύθερες τη στιγμή που όλα φώναζαν «κάντο». Εκείνη τη στιγμή, επέλεξα να κουβαλήσω τα κομμάτια μου μακριά σου. Είναι βλέπεις που δε σε καταλαβαίνω κι ας το προσπαθώ καθημερινά, είναι που άτομα που δε με ξέρουν περιμένουν να μπω σπίτι πριν φύγουν ενώ εσύ δεν γυρνούσες καν να κοιτάξεις αν έφτασα σώα.

Η μάνα κι ο πατέρας γέννησαν ένα πλάσμα που αποζητά μονίμως την αγάπη, κι ας την είχε κι από τους δύο σε βαθμό ακατανόητο για τους περισσότερους. Αποζητώ συνεχώς εκείνη την αγάπη που θα με καθηλώσει, που θα με αφήσει νεκρή ενώ ταυτόχρονα κάθε κύτταρο μου θα είναι πιο ζωντανό από ποτέ. Είναι βλέπεις που νιώθουν περηφάνια για όσα χτίζω μοναχή κι ας ξέρω μονάχα εγώ πως γυρεύω να τα διαλύσω με την πρώτη ευκαιρία που θα παρουσιαστεί.

Στη δουλειά βλέπεις, προσπαθώ να δώσω αγάπη. Να μοιράσω χαμόγελα γιατί ποιος δε γουστάρει να ξεκινά τη μέρα του ευχάριστα; Μα είναι στιγμές που το μυαλό μου δε βρίσκεται σε στερεά μορφή και διαλύομαι εσωτερικά που ακόμη και αυτό το χαμόγελο που θα χαρίσω με αδειάζει.

Οι φίλοι… θαρρούν πως αντέχω, πιστεύουν πως εξωτερικεύω τα συναισθήματα μου για το φαίνεσθαι κι ας μην κατανοούν πως αν δεν το κάνω θα εκραγώ. Είναι και εκείνοι που με τις κλωτσιές ξέρουν πως θα στροφάρω μα πλέον κουράστηκα και θέλω κάποιον με το μέρος μου ακόμη και όταν είμαι λάθος. Ξέρω πως είμαι λάθος, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον το καταλαβαίνω πριν καν μου το πουν, γι αυτό και αποζητώ τον ώμο που θα μου πει «δεν πειράζει ρε φίλε, ας είσαι λάθος. Δεν πειράζει.» και να παραμείνει εκεί δίχως φωνές και τσαμπουκάδες. Απλά να είναι εκεί. Είναι βλέπεις που δεν αντέχω άλλο τους καβγάδες και το «άντε και γαμήσου» βγαίνει στο εύκολο κι ας χάνω το όποιο δίκιο έχω.

Και όπως είπε και ο MrBlz Eρωτικά, φιλικά, τυπικά τα χω κάνει σκατά.»

Γενικά ρε παιδί μου, φέτος δεν είναι η χρονιά μου. Αλλά διάολε, προσπαθώ. Κι όσο περισσότερο προσπαθώ, τόσο χειρότερα τα κάνω. Είναι από τις φορές που απλά σκέφτομαι να παραιτηθώ, έτσι για να δω τι θα γίνει, να δω απλά το πώς θα κυλήσουν τα πράγματα.

Δε σου λέω πως δίπλα μου δεν έχω ανθρώπους που μ’αγαπούν. Ίσως κάποιοι από αυτούς να έβαζαν το χέρι τους στη φωτιά για μένα, κυριολεκτικά. Μα υπάρχουν κι εκείνοι που θυμούνται τις επιλογές μου. Υπάρχουν κι εκείνοι που λες, που δε χάνουν ευκαιρία να παίξουν το ρόλο του κάρματος δίνοντας μου κλωτσιά για να με ρίξουν στο χαντάκι από το οποίο παλεύω μια ζωή να γλιτώσω. Ξέρεις κει κάτω είναι όμορφα. Είναι ήρεμα. Είσαι μόνος. Μόνο που…είσαι μόνος.

Σου χα ξαναπεί, τα φοβάμαι τα «μείνε». Μα ήσουν από τα λίγα άτομα που αν μου το έλεγαν, θα έμενα πραγματικά. Δε θα έψαχνα τρύπα να κρυφτώ κι ούτε τρόπο να ξεφύγω από ότι νιώθω. Κι ας μη νιώθω.

Φέτος είναι η χρονιά που είδα ποιοι είναι δίπλα μου. Πίστεψε με, ήταν άτομα που δεν το περίμενα και εκείνοι που θαρρούσα πως βρίσκονται εκεί- φέτος είδα στα μάτια τους πως και να τους πω να φύγουν, δε θα τους νοιάξει.

Εμένα με νοιάζει ρε γαμώτο.

Σου είπα θα σου πω ποια είμαι κι ακόμη μιλάω για τους άλλους. Για το πώς με βλέπουν οι άλλοι. Αστείο…

Ναι που λες. Είμαι κι από αυτό. Αστεία μέχρι το κόκκαλο, να βλέπω αληθινά χαμόγελα παντού και ας χάνω λίγο-λίγο το δικό μου. Φέτος άδειασα κι ας μου ούρλιαζαν οι κολλητές να μην δίνω από δω και από κει τα κομμάτια μου, άντε τώρα να με μαζέψω. Τουλάχιστον πλέον το προσπαθώ μόνη μου χωρίς να βασίζομαι στους άλλους να με συναρμολογήσουν.

Όσο εύκολα θα ανοίξω το εξώφυλλο του ποια είμαι, τόσο δύσκολα θα σε αφήσω να γυρίσεις τις σελίδες του είναι μου. Ίσως γι αυτό να έχω το βρισίδι τόσο εύκολο και η ανάρμοστη συμπεριφορά στις χειρότερες καταστάσεις να είναι το φόρτε μου. Λίγοι το κατανοούν, ακόμη λιγότεροι το αποδέχονται και ελάχιστοι είναι εκείνοι που με αγαπούν γι αυτό.

Λόγω των ανασφαλειών μου, εμπιστεύομαι εύκολα ακόμη και άτομα που γνωρίζω ελάχιστα. Ίσως και καθόλου. Θαρρώ πως πάντα για να σου δώσουν λίγο από τον εαυτό τους, πρέπει να δώσεις λίγο από σένα-κάπως έτσι άδειασα.

Συνέδεσα μικρή την αγάπη με τον πόνο λες και όποιος σ’αγαπά πρέπει να σε πονά. Σα να ναι το ίδιο αυτά τα δύο, προσπαθούσα πάντα να πληγώσω τον εαυτό μου όταν δεν το έκαναν τα άτομα που αγαπούσα. Μπορεί να είναι και λόγω της ανασφάλειας που προείπα: σα να θέλω μονίμως να αποδείξω πόσο λίγη θεωρώ πως είμαι.

Μεγάλωσα έχοντας το θάρρος της γνώμης μου. Η μάνα μου από την  παιδική μου ηλικία με έμαθε να μη φοβάμαι να πω αυτό που έχω να πω. Τώρα το πώς κατέληξα να μασάω τα λόγια μου και να κρύβομαι πίσω από «δεν άκουσες καλά.» δε ξέρω. Έπεισα τον εαυτό μου πως όπως φοβούνται οι άλλοι, έτσι θα φοβάμαι κι εγώ. Προσπαθείς μια ζωή να ταιριάξεις εκεί που δε χωράς για κανένα λόγο.

Μα ακόμη κι αν φοβάμαι να μιλήσω, αργά ή γρήγορα ότι έχω να σου πω θα το δεις κάπου εδώ.

Αν με ακούσεις να τραγουδώ μπροστά σου, να ξέρεις σε ερωτεύομαι ή σε εμπιστεύομαι. Ίσως και τα δύο.

Πάνω από όλα όμως, ψάχνω το ρομαντισμό στις πιο μικρές κινήσεις-ακόμη και σε ένα φιλί που για σένα δε σήμαινε τίποτα κι όμως με άφησες να το ζήσω και να πιστέψω πως αξίζει η προσπάθεια. Κι ας προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου να φύγει. Οι τάσεις φυγής μου, έπαψαν να υπάρχουν τη στιγμή που αντίκρισα τα μάτια σου.

Όταν θέλω κάτι…αργά ή γρήγορα θα το καταφέρω. Να το θυμάσαι αυτό. Τώρα μπορείς να μείνεις ή μπορείς και να φύγεις. Στο χέρι σου είναι αν πιστεύεις πως αξίζει το να στέκεσαι δίπλα μου παρά τα όσα ακούς από εκείνους που ονόμασαν  τους εαυτούς τους «κάρμα» και με κυνήγησαν σα να ήμουν μάγισσα.

Με λίγους είμαι αληθινή. Δυστυχώς η ευτυχώς ήσουν ένας από αυτούς κι ας μην πίστεψες στιγμή πως ότι βγήκε από το στόμα μου ήταν η αλήθεια.

Πώς να στο πω ρε μωρό μου για να το καταλάβεις… όπως και κάθε άλλος άνθρωπος, είμαι μοναδική. Είμαι εγώ, κι ας προσπαθώ καθημερινά να με αλλάξω για να ταιριάξω στα θέλω των άλλων. Όσο γνωρίζω τι λανθάνουν οι πράξεις μου, θα ξέρω το ποια είμαι κι ας μη στο πω ποτέ ευθέως.

Θα παίζω τη ζωή μου σε αναγραμματισμούς, σε τραγούδια με κρυφά νοήματα και σε κάλπικες συμπεριφορές μέχρι να με νιώσεις. Μέχρι τότε, θα περιμένω.

Nevaeh


Υ.Γ: Η χρήση του «εσύ» δεν αναφέρεται σε ένα άτομο αποκλειστικά, μα σε περισσότερα. Ψαχτείτε. 



Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Εκείνη.

Φίλε βάλε ποτό και κάτσε να σου πω τι έγινε. Μη γελάσεις, αλλά πρώτη φορά παρατηρώ άνθρωπο τόσο έντονα.

Καθόταν στη γωνία του μπαρ με μια βότκα και ένα σημειωματάριο τελευταία φορά που την είδα. Δε ξέρω τι με τράβηξε σε εκείνη μα κάτι στα μάτια της μου έλεγε πως χρειαζόταν κουβέντα και κάποιον να της δώσει προσοχή για να την βγάλει από τις σκέψεις της.

Την έβλεπα συχνά, δε ξέρω αν δούλευε ή αν απλά σύχναζε εκεί μα ήταν πάντα με διαφορετική παρέα. Ένα στάνταρ άτομο, κολλητή της θα υποθέσω, ένας που όποτε τον έβλεπε έτρεχε να τον πάρει αγκαλιά μα από όσο ξέρω ποτέ δεν είχαν κάτι και άτομα που ίσως είχε γνωρίσει στο μπαράκι που άραζε μαζί τους περιστασιακά.

Όταν την πρωτοείδα, τα μάτια της πετούσαν φωτιές. Χόρευε σα να μην υπάρχει αύριο και γελούσε με όποιον έπινε πολύ. Της φαινόταν ανόητο να ξεσπάς στο αλκοόλ.  Δεν ήταν μεθυσμένη, ήταν ευτυχισμένη και θα μου πεις τι καλύτερο από τη μέθη της ευτυχίας σε έναν άνθρωπο. Η ζωηράδα στις κινήσεις της με μάγεψε και ξεκίνησα να την παρατηρώ. Την έβλεπα να χαίρεται τη ζωή, το χαμόγελο της πίεζε τις άκρες των ματιών της σε σημείο που γελούσαν κι αυτές. Η χαρά της ήταν πάντοτε μεταδοτική, η ψυχή της παρέας θα έλεγες. Μα μέρα με τη μέρα, η σπιρτάδα στο βλέμμα της μειωνόταν δραματικά.

Σαν κάτι να της χάραζε τη ψυχή, να της έγδερνε την ίδια πληγή βαθαίνοντας τη. Δε ξέρω τι συνέβη, μα καθημερινά κάτι πάνω της άλλαζε. Ο τρόπος που ντυνόταν, ο τρόπος που περπατούσε. Δεν ήταν ότι αποζητούσε προσοχή, φαινόταν πως δεν την άντεχε πλέον ενώ παλιότερα δεν την ένοιαζε ποιος και γιατί θα της μιλήσει. Ζούσε στον δικό της κόσμο. Τώρα πια; Δε ξέρω. Στα μάτια μου φαινόταν σα να έχανε τη ζωή από μέσα της, η φλόγα στα μάτια της έσβηνε και δεν ήξερα τι να κάνω για να μάθω μήπως μπορώ να βοηθήσω. Δεν την ήξερα.

Δεν ήξερα αν ήθελα να τη μάθω.


Οι φλόγες κατέληξαν σε θράκα, μα ακόμη κι αυτή την εγκατέλειψε. Μετά από καιρό την ξαναείδα και διάολε, φαινόταν εσωτερικά νεκρή. Σαν κάτι να έσπασε μέσα της.

Έκανα ένα βήμα προς το μέρος της και άκουσα τη φωνή της. Βραχνιασμένη, κουρασμένη…έβγαινε με ζόρια. «Βάλε άλλη μία.» είπε και έδειξε το ποτήρι της. Και ο μπάρμαν της απάντησε με σιγανή φωνή πως έχει πιεί ήδη πέντε. Ανοιγόκλεισα τα μάτια και κοίταξα την ώρα. Ήταν μόλις 9 το βράδυ. Έπιασα μια θέση στο μπαρ και παρέμεινα σιωπηλός. Εκείνη τον κοίταξε και ο μπάρμαν δε σχολίασε περαιτέρω. Της πήγε το ποτό της και μέσα σε λίγα λεπτά το χέρι της πάνω στο χαρτί πήρε φωτιά.

Αποφάσισα να της μιλήσω και έτσι την πλησίασα. Τη ρώτησα πως τη λένε και μου απάντησε πως παλιότερα την έλεγαν αλλιώς, μα τώρα την αποκαλούν Μούσα.

Μου είπε πως πονούσε για κάτι που χάθηκε, για κάτι που έφυγε μα θα γυρνούσε και η ελπίδα στα μάτια της αργοπέθαινε κάθε φορά που ξεστόμιζε το όνομα του. Φίλε, μου είπε πολλά. Και δεν άντεξα τις λοιπές νύχτες, την παρατήρησα κι άλλο.

Την είδα να αναλώνεται κάθε βράδυ σε κρεβάτια που άνηκαν αλλού, έψαχνε κάπου να κουμπώσει και όλα της φάνταζαν ξένα και δε σου κρύβω πως η συμπεριφορά της με τρόμαζε. Χόρευε με κλειστά μάτια και ένα σπαστό ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη της σαν να χλεύαζε τον εαυτό της για τις σκέψεις της.

Ξέρω τι σκεφτόταν, μη ρωτήσεις πως. Απλά το ξέρω. Αναρωτιόταν κάθε φορά που έκανε μία κίνηση αν θα υπάρξει ποτέ κάποιος που να καταφέρει να την ερωτευτεί για τα μικρά που την κάνουν το σμπαραλιασμένο σωρό απωθημένων που είναι.

Μια μέρα την άκουσα να μιλάει σε μια τύπισσα που δεν είχα ξαναδεί, της είπε να μιλήσει σε κάποιον που έλειπε, σε κάποιον που δεν ήταν εκεί μαζί της και να του πει να μαζέψει πράγματα και να γυρίσει. Φίλε είχε ένα πόνο στο βλέμμα της, μια απόγνωση που δεν είχα ξαναδεί.

Τι σκατά της συνέβη μου λες;

Έπιανε τον εαυτό της να αναρωτιέται ακριβώς το ίδιο καθημερινά.

Τελευταίο βράδυ που πάτησα πόδι στο μπαράκι, είδα μια φίλη της με το κινητό στο αυτί και πλησίασα διακριτικά  να μάθω τι λέει, δεν άντεξα.  

«Κάθεται και γράφει για σένα ξέρεις. Βρίσκει τύπους που σου μοιάζουν στα μάτια της και γυρεύει το άρωμα σου. Έλεγε πως μίσησε πια τα κάλπικα κρεβάτια και τα πλαστικά συναισθήματα μα δίνει και τη ψυχή της για ένα μεταμεσονύκτιο «σε θέλω» που θα ήθελε να ακούσει από σένα. Και τα μάτια της προσπαθούν να βρουν τα δικά σου, καθώς χορεύει. Ή έστω κάποια που να μοιάζουν στα δικά σου. Κοιτάει τη βότκα της και τίποτα δε φαντάζει ίδιο μακριά σου. Μην σιωπάς, δεν έχεις κάτι να ντραπείς. Δε στα λέω για να γυρίσεις, στα λέω γιατί θα πέθαινε να στα πει εκείνη. Θα πουλούσε το είναι της για να μπορεί να σε κοιτάξει στα μάτια και να σου ανοιχτεί χωρίς να φοβάται. Τη βλέπω στη μπάρα με το κεφάλι ακουμπισμένο στην παλάμη της και τα μάτια να κοιτούν το τσιγάρο της, ξέρω πως σε σκέφτεται και δε μπορεί να σε αποχωριστεί, έφυγες και έμεινε μοναχά με μια υπόσχεση: πως όταν θα γυρνούσες όλα θα ήταν διαφορετικά, καλύτερα. Της έριξες τη βόμβα πως δε θα έρθεις και εκείνη το έριξε στις εξόδους και η αναζήτηση της εσωτερικής της λύκαινας ξεκίνησε για ακόμη μια φορά. Ποτά, ξενύχτια και φράγκο στην άκρη για κείνη μηδέν. Τεκίλα-πορτοκάλι, τζακ αμαρέτο και μια βότκα για τα κενά. Ξέρεις πονάει, πονάει που δεν είσαι εδώ και γελάει με το παραμικρό ψάχνοντας χαρά στα μικρά. Δεν της φτάνουν όμως, πια δεν της αρκούν. Θέλει τη μεγάλη κίνηση την κίνηση που θα φωνάζει «σε θέλω» από χιλιόμετρα.

Γυρεύει τα μάτια σου σε σώματα ξένων βλέπεις, στριφογυρνάει μεθυσμένη σε κάτι στενά που τη μέρα φαντάζουν επικίνδυνα και κρατάει σφιχτά το κινητό καθώς αυτό παίζει κομμάτια που και αυτά θυμίζουν εσένα. Μια φορά μου είπε «ας του πει κάποιος να γυρίσει πίσω για μια μέρα, δεν αντέχω άλλο αυτή την κατάσταση, δεν αντέχω τον εαυτό μου.» και δεν ήξερα τι να της πω. Πώς να βοηθήσεις έναν άνθρωπο που έχει καθίσει στο κέντρο του πατώματος αγκαλιά με όσα όνειρα συνεχίζει να κάνει; Πώς να βοηθήσεις κάποιον που συνεχίζει να ονειρεύεται ενώ ξέρει πως δεν έχει μείνει καμία βάση για να χτίσει το οτιδήποτε;

Δεν είναι ότι σε ερωτεύτηκε. Απλά τη λαμαρίνα την δάγκωσε μαζί σου και τώρα δε ξέρει πώς να ανοίξει τη μασέλα και να αφήσει ότι νιώθει να φύγει. Ρηχή ακούγεται, το ξέρω. Μα σου είπα, βαρέθηκε τα κάλπικα κρεβάτια και τώρα το έχει ρίξει στα καθίσματα.

Πες της να σταματήσει να αναλώνεται. Πες της γιατί εμένα δε με ακούει. Ή γύρνα και άφησε την να σου δώσει την αγάπη που είχε φυλάξει για σένα, όση έχεις απομείνει. Την σκορπά κι αυτή καθημερινά μαζί με τα κομμάτια της. Αργά ή γρήγορα θα σε βαρεθεί και εσένα και θα είσαι ελεύθερος. Μα για τώρα, γύρνα και δώσε της ότι θεωρεί πως έχει ανάγκη και ας φλομώνει τον εαυτό της στο ψέμα.

Δε σε χρειάζεται, μα σε θέλει. Και όσο σε θέλει θα λέει πως σε χρειάζεται. Μα ξέρεις τι έχει πραγματικά ανάγκη; Να φύγεις και εσύ. Γιατί ήσουν ο αντίπαλος που την έκανε να χάσει στο ίδιο της το παιχνίδι και ποτέ τίποτα δεν την πονούσε περισσότερο από το να αποφασίζει να μείνει και να βλέπει τους άλλους να της γυρνούν την πλάτη και να απομακρύνονται. Στο χα ξαναπεί, γι αυτό έφευγε πάντα πρώτη. Δεν ήταν μαθημένη να βλέπεις πλάτες, μα πρόσωπα καθώς εκείνη απομακρύνεται.

Προσποιήσου πως γυρνάς για ένα ακόμη παιχνίδι και άφησε την να κερδίσει. Άφησε την.»

Μετά από αυτό, κατάλαβα. Κατάλαβα πολλά. Κατάλαβα τις κινήσεις της, κατάλαβα γιατί το βλέμμα της δεν ήταν το ίδιο και ήθελα τόσο να τη βοηθήσω μα δεν ήξερα πώς να τη βγάλω από το λάκκο στον οποίο είχε πέσει. Έκλεινε πάλι τα μάτια και χόρευε, δε νοιαζόταν πια αν κάποιος θα την καψουρευτεί για αυτό που είναι πραγματικά. 

Ήθελε απλά να είναι καλά και να είναι μόνη της.


Διάολε… θα την ερωτευόμουν αν δεν ήμουν εκείνη. Γελοία πράγματα.


Muse


Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Τσιγάρο, ουίσκι και...πάμε πάλι.


Ξεκινάς την ίδια λούπα ακούγοντας ξανά το πρώτο « μείνε λίγο ακόμα» μετά από καιρό. Σηκώνεσαι από έναν καναπέ που δεν ήταν και δε θα γίνει ποτέ δικός σου και καταστρέφεις κάθε πιθανότητα περνώντας τα χέρια σου μέσα από τα μανίκια ενός παλτού που κι αυτό, σαν όλα τα άλλα, δε σου ανήκει. Συνειδητοποιείς λοιπόν ότι δε σου ανήκει τίποτα που ίσως κάποτε αποκάλεσες δικό σου. Και τα πράγματα είναι απλά εσύ τα δυσκολεύεις μέσα στο στενό σου μυαλό που αρνείται να παραδεχτεί τα καθημερινά σου λάθη και κρύβεται πίσω από μια φράση που αποκαλεί «φράση ζωής». Τα πράγματα που λες, είναι απλά: αν κάτι δεν είναι δικό σου, τότε είναι κάποιου άλλου. Έτσι κι εσένα η θέση σου είναι κάπου αλλού. 

Καθημερινά επαναλαμβάνεις τις ίδιες φράσεις που γνωρίζεις ήδη ότι δε θα ακολουθήσεις, δίνεις τις ίδιες υποσχέσεις εαυτού που τις πατάς με το που σε αγκαλιάσει η νύχτα. Και είναι τόσο γλυκιά η ρουφιάνα, που καταφέρνεις να κρύψεις μέσα της ό,τι το επόμενο πρωί θα σου θυμίζει πως τα «ποτέ ξανά» σου έγιναν «πάμε πάλι». Κάθε βράδυ λοιπόν, ξύνεις πληγές. Μπήγεις τα νύχια σου στο δέρμα σου και γδέρνεις όσο πιο βαθιά γίνεται. Το αποκαλείς έμπνευση, το αποκαλώ μανία. Μανία. Ασθένεια που σε τρώει εσωτερικά μαζί με όλα όσα έχεις πει χίλιες φορές μπας και τα εμπεδώσεις αλλά δε σε βγάζει πουθενά. 
Λες ότι είσαι καλά και χαμογελάς μα για μια ακόμη φορά γνωρίζεις ότι σε ενοχλούν όλα αυτά που ήθελες να πεις αλλά κρατήθηκες γιατί το πρόσωπο θα έκανε κατοστάρι από το φόβο. Τον λες «χέστη» και κουνάς το κεφάλι. Πόσο θα ήθελες να γυρίσεις το χρόνο πίσω. Να πάρεις πίσω όλα όσα έκανες ή είπες και μόλις νιώσεις έτοιμος να πεις «πάμε πάλι». Κλασσικά. Πάμε. Πάλι. 
Λες και την πρώτη φορά δεν ήταν αρκετός ο πόνος, λες και την πρώτη φορά δε το ανάλυσες αρκετά, δεν το ξεψάχνισες αρκετά, λες και την πρώτη φορά η ψυχή σου δεν ούρλιαζε πίσω από τα κάγκελα της λογικής να βγει προς τα έξω έστω για λίγο. Χαράζεις μέρες και νύχτες που η ψυχή δεν είδε φως και γελάς ξανά και ξανά με μια υστερία που φαντάζει τραγική στα μάτια εκείνων που σε ξέρουν. Τους κοιτάς και λες «καλά είμαι. Αλήθεια.» και αυτή η αλήθεια που πιέζεις τον εαυτό σου να χάψει, φαντάζει κι αυτή τραγική.

Τραγική και γελοία, μαζί με μυρωδιές που κόλλησαν στο μυαλό σου, μαζί με αγκαλιές που σε γέμιζαν, μαζί με τραγούδια που υπήρξαν η σπίθα της φωτιάς που φουντώνει με τον καιρό μέσα σου. Και τρελαίνεσαι. 

Τρελαίνεσαι και χάνεις τα λογικά σου για κάτι που ποτέ δεν υπήρξε δικό σου. Ούτε καν τη στιγμή που σου φώναζε πως σου ανήκει.

Κι έχεις τη μία κυνική και την άλλη κυκλοθυμική και κάθεσαι στη μέση επαναλαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια σα δίσκος που κόλλησε στον μοναδικό στίχο που μισείς. Βλέπεις, είναι δύσκολο να βρίσκεις συνεχώς διαφορετικές λέξεις για να πεις το ίδιο ακριβώς πράγμα και φοβάσαι πως τα μισά της ψυχής σου που σε κάνουν να νιώθεις ολόκληρος άνθρωπος, θα σε βαρεθούν μαζί με την ίδια τη λούπα στην οποία έπεσες για ακόμη μία φορά. Μα είπαμε… 

Όταν ξύνεις τις ίδιες πληγές κάθε βράδυ κάποια στιγμή θα αφήσουν σημάδια. Κάποια στιγμή το φως θα σβήσει είτε το θέλεις είτε όχι. Οπότε από επιλογή, πατάς το διακόπτη και βυθίζεσαι στο μοναδικό σκοτάδι που σε έκανε να νιώσεις άνετα. Λίγες φλόγες και θράκα, λίγο ουίσκι, μια κουβέρτα και ένας καναπές. Δυο μάτια και μια μυρωδιά που φαντάζει οικεία. Τα τσιγάρα σου, ο χθεσινός καφές, τα ρούχα σου πεταμένα στο πάτωμα. Απόψε θα κοιμηθείς αγκαλιά με όσες λανθασμένες επιλογές έκανες για να έρθεις εδώ που είσαι. 
Μέχρι που θα ξυπνήσεις με ένα κεφάλι καζάνι και δυο μάτια πρησμένα και θα καταλάβεις πως έχεις περάσει είκοσι και βάλε χρόνια ζώντας στο παρελθόν γιατί μοναχά εκεί ένιωσες πως ανήκεις. Βαθιά ανάσα και… «πάμε πάλι».

Μια κυνική, ένα κραγιόν και μια με τις κυκλοθυμίες της. Στη λένε συνεχώς για τη λούπα σου κι εσύ χαμογελάς γνωρίζοντας πως δε θα βγεις από αυτό εδώ το χαντάκι σύντομα. 

Πάμε πάλι, λοιπόν. Μπήγεις τα νύχια και πιέζεις. Γραπώνεσαι με όλο σου το είναι από κάτι ξύδια προσπαθώντας να βρεις αυτή την οικεία μυρωδιά και γελοιοποιείς τον εαυτό σου μιλώντας για κόψιμο καφέ και ο μπάρμαν μαζί με τη κυνική γελάνε. Ξέρουν ότι το πρωί θα ήθελες πολύ να ξυπνήσεις με μια διάθεση « στο διάολο όλα» μα η κυκλοθυμική ξέρει καλύτερα όπως και να έχει. Δεν είναι εύκολο. Δε σου ήταν ποτέ εύκολο. Δε θες να γίνει εύκολο.

Φτάνει για απόψε Πανδώρα. Μπες κι εσύ μέσα στο κουτί σου και τα ξαναλέμε από αύριο βράδυ. Ίδιο σημείο, ίδια ώρα. Εκεί που θα περιμένω τις αμαρτίες μου να με συγχωρέσουν για την παρόρμηση μιας στιγμής που δε γνώριζα τι ήθελα από τον εαυτό μου. 

Και είναι κι αυτό το στοιχείο της παρόρμησης του χαρακτήρα μου ρε γαμώτο, που τις σωστές επιλογές τις μετατρέπει αυτόματα σε λάθη. 

 
Muse

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Ξυπνώντας απ΄τον λήθαργο.

Είναι κι αυτές οι στιγμές που δε θέλεις να γράψεις για τους άλλους, που δε σε νοιάζει αν θα βρεθεί κάποιος να δει τον εαυτό του μέσα στις λέξεις σου. Είναι στιγμές που δε ξέρεις αν θες να γράψεις, αν πρέπει να γράψεις ή αν θα ήταν καλύτερα να το αφήσεις και να πνίξεις μέσα σου-συναισθήματα που καλύτερα να μην ένιωθες.

Νύχτες σαν κι αυτή νιώθω καταραμένη. Καταραμένη που δε μπορώ να ακολουθήσω ένα «θέλω» για τα «θέλω» των άλλων. Για τα «πρέπει» μιας κοινωνίας που περιβάλει το είναι μου σε δίχτυα που όσο περνάει ο καιρός με πνίγουν. Ζητούσα μια αγκαλιά τόσο σφιχτή που να μου κόβει την ανάσα μα καθώς περνάει ο καιρός μισώ τις αγκαλιές. Μισώ τα αγγίγματα. Μισώ τα φιλιά και τα χάδια. Τις υποσχέσεις φίλων που κατέληξαν σε ψέματα που γκρέμισαν τις πιο κρυφές ευχές μου. Τα μισώ γιατί όταν τα έχω δε μπορώ πλέον να τα χορτάσω. Ποτέ δεν είναι αρκετά. Οι δείκτες τρέχουν πιο γρήγορα κι από τις σκέψεις μου και δε θέλω τίποτα άλλο. Απλά να συνέλθω.

Και τώρα που μιλάμε για ευχές, ας ευχηθώ και εγώ σαν όλους καλή χρονιά σε όποιον με νιώθει. Όχι ότι απόψε με νοιάζει. Απόψε το μόνο που με νοιάζει είναι μια μυρωδιά που έμοιαζε με φαντασίωση. Κάτι ανάμεσα σε καπνό και σε θράκα, σε jack daniels και σε σεξ. Τις μυρωδιές όμως τις βιώνεις μια φορά και τις θυμάσαι για πάντα. Είναι πιο δυνατές από κάθε φιλί και κάθε αγκαλιά, οι μυρωδιές στιγματίζουν την κάθε σου μέρα δυνατότερα κι απ΄το χαστούκι της ζωής που νόμιζες πως έφαγες στην εφηβεία- αστεία πράγματα. 

Στο θέμα μας. Απόψε λοιπόν δε με πολύ-νοιάζει αν νιώθει κανείς. Με νοιάζει που νιώθω εγώ  τον εαυτό μου ίσως για πρώτη φορά. Η επίγνωση της κάθε σου άκρης και της κάθε σου ρωγμής υποχρεώνει τον καθρέφτη σου να δείξει όμορφος. Και σαν αγαπημένη φράση του 2016, ακροβατώ ξανά. Τσίρκο καταντάει ώρες ώρες το μυαλό μου. Ακροβατώ και αναρωτιέμαι, τι να ευχηθώ;

Καλή χρονιά και ευτυχισμένη; Μπα. Σας τα παν κι άλλοι. Ας ευχηθώ λοιπόν το 2017 να είναι η χρονιά που τα «θέλω» σας θα έχουν διάρκεια. Μια χρονιά που δε θα επηρεάζεστε από τον περίγυρο σας που πασχίζει καθημερινά να σας χώσει σε μια γαμημένη ρουτίνα.  Εύχομαι το 2017 να είναι η χρονιά των «θέλω» και όχι των «πρέπει». Να είναι η χρονιά του «τώρα» και όχι του «θα δείξει».

Επιστρέφοντας στη γκρίνια μου καθώς τρέμω από την υγρασία. Νύχτες σαν κι αυτή αμφισβητώ την ιδεολογία ζωής. Είναι άραγε το follow your sins καλή ιδέα; Μήπως ήταν μια ατάκα για να καλύψω τις χαζομάρες που κάνω μια ζωή; Μήπως είναι άλλο ένα προσωπείο για να καλύψω τυχόν τύψεις για τα λάθη μου; Μήπως κάπου στην πορεία έχασα τον δρόμο μου και έγινα ένα με τη μάζα που τόσα χρόνια βρίζω; Δε ξέρω. Απάντηση στα ατελείωτα ξενύχτια μου δε βρήκα και φως στο τούνελ δεν είδα, μέχρι στιγμής τουλάχιστον.

Σκέψεις και σημειώσεις σε μια γωνία ενός μπαρ και το μάτι σου να πέφτει στην κάβα που τόσο θέλεις να αδειάσεις.  Μα με μια κολλητή σωματικά απούσα ποιος θα σε γυρίσει σπίτι κλαίγοντας; Και το ρίχνεις στα ενεργειακά και στους καφέδες και πριν το καταλάβεις δεν τρέμεις πλέον από την ψύχρα και την υγρασία αλλά από τα  νεύρα και την ένταση. Και όλα είναι στο κόκκινο και βλέπεις κόκκινο και σαν ταύρος ορμάς στο παρελθόν και τα διαλύεις όλα. Γυαλιά-καρφιά, παρανάλωμα στον απόηχο του αύριο όπως είχα πει και παλιότερα. Σκατά, ούτε και ξέρω πλέον τι γράφω. Ούτε θέμα έχω ούτε τίτλο θα βρω… σκατά.

Και κάθεσαι στην ίδια γωνία δίχως ειρμό, με το κινητό στο χέρι αναλογιζόμενος μια επιλογή που σε αγχώνει όπως η επιλογή σχολής στα δεκαοχτώ σου. Μοιάζει να εξαρτάται η ζωή σου από δαύτη και πατώντας αποστολή,  χάνεις λίγο τον κόσμο κάτω από τα πόδια σου.

Κάθε σωστό μοιάζει λάθος και κάθε λάθος μοιάζει τόσο σωστό που αν η ζωή σου ήταν τεστ λυκείου θα είχες μείνει στην ίδια τάξη. Test στο οποίο κρατάς τον εαυτό σου σε εγρήγορση και πριν το καταλάβεις η επίδραση της καφεΐνης σε παρατάει και σε αφήνει σε κόμμα. Και όλα σου τα συναισθήματα μαζεύονται στις άκρες των ματιών σου και ξεχύνονται σε υγρή μορφή. Θες να φωνάξεις, να ουρλιάξεις, να βρίσεις μα σέβεσαι τον ύπνο των γύρω σου και έτσι παραμένεις με το χέρι να καλύπτει το στόμα σου και τα συναισθήματα σου να μουλιάζουν το δέρμα σου καθώς αυτό γίνεται κόκκινο από την πίεση της παλάμης.

Περίεργο πράγμα οι λέξεις. Πληγώνουν κάποιες φορές παραπάνω από τις πράξεις ενός ατόμου. Σε αυτές κρύβεται η καλοσύνη που έψαχνες για χρόνια και σε ένα «καληνύχτα» ξεσπάς σε δάκρυα. Ψιθυρίζοντας στη νύχτα χτυπάς το πληκτρολόγιο με τα δάχτυλα σου και πέφτεις για ύπνο.

Η μοναδική σου προσευχή; Να ξυπνήσεις και να μη σκέφτεσαι.


Muse

Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

Δίχως ροή μα με στίχους και όνειρα.

«Τη ζωή μας δεν την άγγιξε ποτέ καμιά καριόλα.» παίζει στα ηχεία και εγώ προσπαθώ να πιω μια λεμονίτα που την ξέχασα στην κατάψυξη για πάνω από μισή ώρα και έχω καταλήξει να γλύφω τον πάγο ελπίζοντας πως θα λιώσει λίγο πιο γρήγορα.
Να μωρέ, όπως λιώνω και εγώ όταν νιώθω το βλέμμα σου να με σαρώνει. 

Και έπειτα θυμάμαι τον στίχο…αυτόν το γαμημένο στίχο.
"Τη ζωή μας δεν την άγγιξε ποτέ καμιά καριόλα."
Και μετά: « όλα για το τζόγο και όλα για μία γυναίκα.»
Καριόλες γυναίκες υπάρχουν πολλές. Γυναίκες γενικά και αόριστα, εξίσου πολλές.

Με βρίσκω και με χάνω κάπου στο νέο μου δωμάτιο με τα πόδια λυγισμένα πάνω στο γραφείο και τα δάχτυλα μου να στριφογυρνούν ένα αναμμένο τσιγάρο ρισκάροντας να καώ. Μα πάντα έτσι ζούσα.
«Η κόλαση για μας, εδάφη πάτρια.» Φράση ζωής, πήγα και ήρθα, με βρήκα και με έχασα ανάμεσα σε πτώματα, ανάμεσα σε λανθασμένα βογγητά και σε λανθάνουσες υποσχέσεις εαυτού.

Και κάπου στο στενό «τζούρα», λεωφόρο  «ρισκάρω να καώ» και στις συνοικίες των συνομιλιών με γέλια και δάκρυα, στη λεμονίτα που αρνείται να λιώσει και στα τραγούδια που αγγίζουν πτυχές της ψυχής μου που προσπαθώ να κρατήσω κρυφές, φευγαλέα η σκέψη ενός αγνώστου περνά από το μυαλό μου.
Κι ακροβατώ. Ακροβατώ μεταξύ παράνοιας και λάθους. Γιατί έτσι μοιάζει η ζωή στα δικά μου μάτια κι ας μη το γουστάρεις. Παρανοϊκή και αλλόφρων είμαι, άγνωστε.
Παρανοϊκή και αλλόφρων που τολμώ να σκεφτώ τα μάτια σου τη στιγμή που ανοίγεις ένα χαρτί σε ένα ξεχασμένο από το Θεό υπόγειο και αιμορραγείς λέξεις που τολμούν να με αγγίξουν έστω και στο ελάχιστο.
Και σε ρωτώ, ποιος νομίζεις ότι είσαι και τρυπώνεις έτσι στις σκέψεις μου δημιουργώντας μου ερωτήματα περί ζωής που αποφεύγω από τη γέννα;
Τη ζωή μας δεν την άγγιξε ποτέ καμιά καριόλα ψιθυρίζεις και εγώ αναρωτιέμαι. Αναρωτιέμαι αν το καριολίκι το έχουμε όλες στο αίμα μας και απέφυγες όπως ο Διάολος το λιβάνι να ερωτευτείς γενικά ή αν υπάρχουν συγκεκριμένες περιπτώσεις και εξαιρέσεις που αυτές απέφευγες. Και αν ναι, είμαι μια από αυτές;
Όχι, όχι από αυτές που απέφευγες. Από αυτές που πλημμυρίζεται η ζωή τους από επιλογές που στα μάτια των άλλων φαντάζουν λανθασμένες σε βαθμό υπέρμετρο. Σε βαθμό αμέτρητο.
Μα τι λέω, σκεπτόμενη πως δαύτα ίσως τα διαβάσεις και το παραλήρημα μου πάρει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια σου. Και αν πίσω από αυτές τις λέξεις κρύβεται μια ψυχή, πιο αγνή και πιο αληθινή από τώρα δε θα με βρεις.
Εκτός και αν σε κάποια παραλία με πετύχεις με τις μπύρες και τα τσιγάρα μου να ζωγραφίζω γλάρους προσπαθώντας να γράψω ένα κείμενο αληθινό.
Μα απόψε άκου και τούτο: δε ξέρω αν ζω ή αν πέθανα σε μια από τις τρέλες μου. Μα όποιο και να γήνικε όταν με έβρισκε ο παραλογισμός μου, έμενα ατάραχη, χωρίς φόβο. Μοναχά με πάθος προχωρούσα, μοναχά με πάθος προχωρώ.
Ειδικά σε στιγμές που η ροή μου χάνεται και κείμενα σαν και τούτο δω ξεχύνονται στο χαρτί. Κι αν νόμιζες πως θα σε εκθειάσω, δεν θα το κάνω. Άνθρωπος είσαι κι άνθρωπος είμαι. Με εμπειρίες και λάθη, με έρωτες και πάθη, με γνωστούς και αγνώστους και ένας από αυτούς είμαι κι εγώ.
Καθισμένη σε μια καρέκλα με τα μάτια μισόκλειστα και το φώς του υπολογιστή να υπερτερεί κάθε άλλου.

Και έχασα και πάλι τη ροή μου. Και εκείνη που ξέρει τι γράφω και πως γράφω θα ξεφουρνίσει λόγια για να βρω και πάλι τον ειρμό μου μα θα ξέρει. Τέτοιες λέξεις, με τέτοια σειρά, βγαίνουν μοναχά όταν πρέπει.
Παρανοϊκοί σαν και με, θα νιώσουν. Καν αν νιώσεις, καλώς. Αν όχι… δεν υπάρχει όχι. 

Ξέρω πως θα νιώσεις.
Τι απέφευγες και που κατέληγες όμως; «Δεν μας φοβίζει τίποτα πια και κανείς.» αφουγκράζομαι και χαλαρώνω για μια στιγμή. Γιατί ξέρω, ξέρω σου λέω και ας μην το δείχνω.
Κοιτάζω τα μάτια του και αναρωτιέμαι τη ζωή. Την πιάνω και την ερωτώ: «Γιατί, μωρή; Γιατί!» και εκείνη, εκείνη κλείνει τα χείλη και απαντά με τη σιωπή της. Σιωπή που ξέρω πως θα μετανιώσω, σιωπή.
Και το τραγούδι σου να παίζει ακόμα. Και με κάθε στίχο, καινούριες ροές, καινούριες ιστορίες που μπλέκονται και χτίζονται στο μυαλό μου μα συνεχίζω να αναρωτιέμαι: ερωτεύτηκες ή έτρεξες;
Και όταν ερωτεύτηκες, έτρεξες ή έμεινες;
Είσαι τόσο αληθινός όσο εύχομαι να είσαι;
Κι ακούγοντας το τραγούδι κάποιου αγνώστου, άγνωστε, σκέφτομαι εσένα. Εσένα που εύχομαι να μη σε μάθω ποτέ, για να θέλω πάντοτε να σε γνωρίσω καλύτερα και κάθε μέρα στο πλάι σου, να προσπαθώ να διαβάσω κάθε σελίδα σου σα να έχω μονάχα μια ευκαιρία.



Muse